2021-04-10

Σχολές σκέψεως της ελλαδικής εξωτερικής πολιτικής

Την εβδομάδα που παρήλθε σημειώθηκε ένας ενδιαφέρων, άτυπος διάλογος μεταξύ Σημίτη και Καραμανλή, για την πολιτική τους στα ελληνοτουρκικά, μέσω γραπτών παρεμβάσεών τους (προφανώς υπολείπεται κατά πολύ το επίπεδο από τον ιστορικό διάλογο Βενιζέλου-Μεταξά...).

Αφορμή η αναθέρμανση της συζητήσεως για την πολιτική του Ελσίνκι και ο απολογισμός της μέσω ενός άρτι εκδοθέντος βιβλίου ("Η στρατηγική του Ελσίνκι"). Απόσπασμα από την εισαγωγή του καθηγητή Παν. Τσάκωνα, δημοσίευσε το "Βήμα".

Οι απόψεις των άρθρων δεν αποτυπώνουν μόνο τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων, αλλά απηχούν δύο διαφορετικές σχολές σκέψεως της ελλαδικής εξωτερικής πολιτικής, ως προς την αντιμετώπιση της Τουρκίας.

Η "παραδοσιακή" σχολή, που εκφράζει, επί του προκειμένου, ο Καραμανλής, επιδιώκει την σταθερότητα και την διατήρηση των κεκτημένων μέχρι να έρθει κάποιο ευνοϊκό πλήρωμα του χρόνου σε απώτατο μέλλον, ώστε η Ελλάδα να κερδίσει έναντι της Τουρκίας.

Η "εκσυγχρονιστική" σχολή, που εκφράζει ο Σημίτης, είναι υπέρ της κινητικότητος, στον βωμό της οποίας, όμως, διακυβεύονται και κεκτημένα (π.χ. ελαστικότητα ως προς τα υπό συζήτησιν θέματα στην Χάγη).

Κατά την γνώμη μου και οι δύο σχολές χαρακτηρίζονται από εμφανή μειονεκτήματα (παρότι θεωρώ πιο επικίνδυνη την "εκσυγχρονιστική" προσέγγιση). Αφ' ενός η "παραδοσιακή" ευνοεί την στασιμότητα και παγιώνει τις διεκδικήσεις της Τουρκίας, αφ' ετέρου η "εκσυγχρονιστική" βασίζεται σε ευσεβείς πόθους. Αμφότερες, βεβαίως, βασίζουν τις δράσεις τους, σε υπερβολικό βαθμό, στον ξένο παράγοντα.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, σε ένα μνημειώδες άρθρο του (δυστυχώς δεν κατόρθωσα να το εντοπίσω στο αρχείο μου), την εποχή ακόμη που μεσουρανούσε η πολιτική του Ελσίνκι, την είχε αποδομήσει με τον εμβληματικό χαρακτηρισμό "βουλησιαρχική", εστιάζοντας στο προφανές: ότι ούτε η ΕΕ ήθελε την Τουρκία ως μέλος της, ούτε η Τουρκία είχε ως ύψιστη προτεραιότητα την ΕΕ, άρα οι προϋποθέσεις επί των οποίων στηρίζαμε την πολιτική μας ήταν εκτός πραγματικότητος!

Οπότε, το πραγματικό ζητούμενο, κατ' εμέ, δεν είναι να υπερισχύσει η μία σχολή έναντι της άλλης, αλλά να προκύψει μία σύνθεση των πλεονεκτημάτων τους, που να αντιμετωπίζει το διαχρονικό πρόβλημα της τουρκικής απειλής με αποτελεσματικότητα και στις πραγματικές του διαστάσεις.

Η διάσταση που νομίζω ότι απουσιάζει εκκωφαντικώς από την εξωτερική μας πολιτική είναι αυτή της ισχύος (και σκληρής/hard και ήπιας/soft). Κάποτε πρέπει να παύσει να αντιμετωπίζεται ως πανάκεια η ΕΕ (και οι λοιπές "συμμαχίες"). Είναι ένα πλεονέκτημα, αλλά δεν είναι το απόλυτο όπλο που θα μας θωρακίσει και θα κατατροπώσει τον αντίπαλο. Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει στην δική της ισχύ (όπως το Ισραήλ) και όχι να αναμασά νεκρές θεωρίες περί "αδελφοσύνης των λαών" και μη αναγκαιότητος των εξοπλισμών (ενδεχομένως, αν δεν είχε προσβληθεί η χώρα από "αριστερίτιδα", μετά το 1974, παρά τις λοιπές εκ γενετής παθογένειες του κράτους μας, να ήμασταν τώρα μια Σιγκαπούρη, ή μια Ν. Κορέα, αντί για υπόδειγμα... επαίτη!).

Με δεδομένη και εδραιωμένη την ισχύ μας (με την πλήρη έννοια του όρου, ως συνισταμένη στρατιωτικής, οικονομικής, πνευματικής, δημογραφικής, κ.α. εκφάνσεων) μπορούμε να επιδιώξουμε κινητικότητα και διαπραγματεύσεις, εκμεταλλευόμενοι συμμαχίες ή διεθνείς συγκυρίες.

Σε μια τέτοια συγκυρία, δεν θα έβρισκα αρνητική την απαγκίστρωση από την ανελαστικότητα κάποιων θέσεών μας. Επί παραδείγματι, δεχόμενοι ότι καμία συνθήκη δεν έχει αποδειχθεί αιώνια και όλες εκφράζουν απλώς έναν προσωρινό συσχετισμό ισχύος, δεν θα ήμουν επιφυλακτικός, στην αποδοχή των 10νμ ως έκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο (ταύτιση με τον εναέριο χώρο), αντί των προβλεπομένων 12. Δεν θα το έβλεπα ως παραχώρηση, αλλά ως ένα πρώτο βήμα για την μεταγενέστερη καθιέρωση των 12νμ.

Έως τώρα, διακρίνεται ότι Μητσοτάκης/Δένδιας δεν ακολουθούν κάποια πεπατημένη, αλλά μία δική τους, ιδιότυπη προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική, πού άλλοτε ρέπει σε "παραδοσιακές" αρχές, άλλοτε σε "εκσυγχρονιστικές". Είμαι περίεργος να δω πώς θα ισορροπήσουν και πού θα καταλήξει η προσπάθειά τους...

ΥΓ1: Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο Καραμανλής ο νεώτερος υπήρξε μεν ολέθριος στην οικονομική και στην εσωτερική, γενικότερα, πολιτική, αλλά ακολούθησε κάποιες πρωτοπόρες και αντισυμβατικές πρακτικές στην εξωτερική του πολιτική, οι οποίες κάποτε πρέπει να του αναγνωριστούν. Ως σημαντικότερη συνεισφορά του στα ελληνοτουρκικά, θεωρώ την ανάδυση του ζητήματος της ΑΟΖ και την "αντεπίθεση" της Ελλάδος στην Α. Μεσόγειο, όπου βρέθηκε πλέον να διεκδικεί από την Τουρκία, εξισορροπώντας την πάγια αμυντική μας στάση στο ζήτημα του Αιγαίου, όπου η Τουρκία μπορούσε να θέτει απαιτήσεις εκ του ασφαλούς, μην έχοντας να χάσει κάτι.

ΥΓ2: Μία άλλη, ιδιότυπη, εναλλακτική στα ελληνοτουρκικά, που κατατίθεται τελευταίως στο δημόσιο βήμα, είναι η επιλογή του προληπτικού χτυπήματος. Το περιοδικό "Στρατηγικόν" (νυν "Στρατηγείν") είχε αφιερώσει εκεί ολόκληρο το 1ο τεύχος του. Αξιολογώ μια τέτοια πολιτική ιδιαιτέρως τολμηρή (και ίσως εξ ίσου βουλησιαρχική με αυτήν του Ελσίνκι), αλλά δεν μπορώ να μην κρίνω ως θετική εξέλιξη την συνεισφορά τέτοιων προτάσεων στην παραγωγή μη κατευθυνόμενης πολιτικής σκέψεως και στην απαγκίστρωση από τις βολικές ψευδαισθήσεις που κυριαρχούν στο ελλαδικό ηγετικό κατεστημένο.


[Προσθήκη στις 24/04/2021, μετά την επίσκεψη Δένδια στην Άγκυρα.]

Ο Δένδιας, με την στάση του στην Τουρκία, επιβεβαίωσε την εκτίμηση που έκανα προ ημερών ότι δεν ακολουθεί κάποια πεπατημένη στην αντιμετώπισή της (παραπέμπω στον προγενέστερο σχολιασμό της αντιδικίας Σημίτη-Καραμανλή), αλλά πρωτοτυπεί.

Δεν είμαι εξ αυτών που ενθουσιάζονται και πανηγυρίζουν για τα δημοσίως λεγόμενα, αλλά δεν μένω εκεί. Αφ' ενός, η αντίδρασή του δεν ήταν επ' ουδενί αυθόρμητη (θα το πίστευα μόνο αν στην θέση του βρισκόταν ο Πάγκαλος!), αλλά φάνηκε προσχεδιασμένη. Το γεγονός ότι αιφνιδίασε τους Τούρκους υποδηλοί επιτυχή σχεδιασμό και εγκατάλειψη προβλέψιμων κινήσεων από την ελληνική διπλωματία. Αφ' ετέρου, δεν υπάρχουν διμερείς "μονομαχίες" στις διεθνείς σχέσεις, αλλά πλέγματα συμφερόντων. Εξέλαβα την κίνηση περισσότερο στοχευμένη προς την Γερμανία και την γραφειοκρατία της ΕΕ, που πιέζουν για τον ελληνοτουρκικό διάλογο, ώστε να στοιχειοθετηθεί η ελληνική απροθυμία για συμμετοχή.

Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν αυτά τα δείγματα προοιωνίζονται μεταστροφή της εξωτερικής μας πολιτικής και αν αυτή θα ωφελήσει, αλλά προς το παρόν, η Ελλάς δείχνει κινητικότητα (μας έχει συνηθίσει στο τέλμα...) και κινήσεις πρωτοβουλίας, κάτι που δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως αρνητικό.

Η μόνη ανησυχία μου είναι η προέλευση αυτής της αλλαγής στάσεως. Αποφασίσθηκε από τα επιτελεία μας, λόγω των επιθετικών κινήσεων της Τουρκίας, το 2020, ή υπαγορεύθηκε από δυσαρεστημένους τρίτους, για να μας χρησιμοποιήσουν ως μοχλό πιέσεως προς την Τουρκία; Θα μπορούσε βεβαίως να είναι και συνισταμένη εσωτερικής συνειδητοποιήσεως και εξωτερικών επιταγών.

Στο σημείο αυτό, να υπενθυμίσω ότι και ο Ελ. Βενιζέλος ήταν ιδιαιτέρως κινητικός στην εξωτερική του πολιτική, ελισσόμενος μεταξύ των κενών, που δημιουργούσαν τα συγκρουόμενα συμφέροντα των "μεγάλων" και αναζητώντας πρόσκαιρες ευκαιρίες για εκμετάλλευση, αλλά εν τέλει καταλήξαμε στην Μικρασιατική καταστροφή... Θέλει, επομένως, μεγάλη προσοχή, αν η σκλήρυνσή μας υπαγορεύθηκε από τρίτους, ώστε να μην βρεθούμε για άλλη μία φορά εκτεθειμένοι και εγκαταλελειμμένοι...

Και το κρίσιμο ερώτημα, είναι, με τί είδους Τουρκία θα προτιμούσαμε να συνορεύουμε. Με μία ισλαμική Τουρκία, εκτός "δυτικού" πλαισίου, που θα μας καθιστούσε "δυτικό" προπύργιο στην περιοχή, υποστηριζόμενο από ΗΠΑ και ΕΕ ή μία "δυτικόστροφη" Τουρκία, που θα οδηγούσε σε μείωση των εντάσεων μεταξύ μας; Και πόσο ρεαλιστικό είναι μια "δυτικόστροφη" Τουρκία να μην συνιστά απειλή για εμάς ή τουλάχιστον να είναι συζητήσιμη; Για να το θέσω πιο απλουστευμένα, μας συμφέρει ο Ερντογάν, ή προτιμούμε τον Ιμάμογλου;

Ανάλογο δίλημμα αντιμετώπισε και το Ισραήλ με το Ιράν. Το Ιράν, επί Σάχη, ήταν ο πιστότερος σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή, καθιστώντας τον ρόλο του Ισραήλ λιγότερο κρίσιμο για τα "δυτικά" συμφέροντα". Ενώ το Ισράηλ είχε έγκαιρες πληροφορίες για το κίνημα του Χομεϊνί (μαρτυρίες στο ντοκυμανταίρ "Inside the Mossad"), αρνήθηκε να επέμβει, αφήνοντας τα γεγονότα να εξελιχθούν. Με αποτέλεσμα να αποκτήσει αφ' ενός την εξαιρετική εύνοια των ΗΠΑ, αφ' ετέρου έναν ακόμη εξαιρετικώς απειλητικό εχθρό.

Εμείς πού στοχεύουμε, σε βάθος χρόνου;

 

Πρόσφατη δημοσίευση

Γιατί ζηλεύω το Ισραήλ;