2020-08-19

Το πλαίσιο της ελληνοτουρκικής αντιπαραθέσεως και η ΑΟΖ

Μελέτησα το περασμένο Σ/Κ ένα πολύ ενδιαφέρον και επίκαιρο (εξεδόθη μόλις τον Μάρτιο του 2020) βιβλίο για την ΑΟΖ και την επίδρασή της στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, του καθηγητή και πρώην υφυπουργού εξωτερικών (επί Καραμανλή του νεωτέρου) Γιάννη Βαληνάκη, επί των ημερών του οποίου ξεκίνησε η ανακίνηση του ζητήματος της ΑΟΖ.
https://biblionet.gr/titleinfo/?titleid=245904
https://www.valinakis.gr/portal/i-ellas-ton-tessaron-thalasson/

Γράφονται και λέγονται ποικίλες ανακρίβειες (το άρθρο της Κύρας Αδάμ, προ ημερών, ήταν μια κραυγαλέα τέτοια περίπτωση [1]) αυτόν τον καιρό και καλό είναι να έχουμε την πραγματική εικόνα των γεγονότων, ώστε να μην παρασυρόμαστε από μεγαλοστομίες του τύπου "γιατί δεν βυθίζουμε το Oruc;", κλπ.

Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα μόλις 3,5 σελίδων ("Κήρυξη και οριοθέτηση της ΑΟΖ"), που πραγματεύεται με μεγάλη σαφήνεια την νομική διαδικασία για την θέσπιση της ΑΟΖ ενός κράτους και τις λεπτομέρειες ("ψιλά γράμματα") που την υπονομεύουν.

Μερικές σύντομες σταχυολογήσεις και παρατηρήσεις εξ αυτού.

  1. Η ανακήρυξη ΑΟΖ (μονομερής ενέργεια) δεν συνεπάγεται την απόκτηση ΑΟΖ, εάν υπάρχουν αλληλοκαλυπτόμενες περιοχές με παρακείμενα κράτη. Τότε απαιτείται οριοθέτηση μεταξύ των εμπλεκομένων μερών.
  2. Μία ειδοποιός διαφορά μεταξύ ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδος είναι ότι η πρώτη δεν υφίσταται, μέχρι να οριοθετηθεί, ενώ η δεύτερη υφίσταται "εξ υπαρχής και αυτοδικαίως", ακόμη και εάν εκκρεμούν τα ακριβή της όρια. [2]
  3. Στο Δίκαιο της Θαλάσσης δεν καταγράφονται συγκεκριμένοι κανόνες οριοθετήσεως, ούτε ΑΟΖ, ούτε υφαλοκρηπίδος, αλλά αόριστες αναφορές.
  4. Σε πάμπολλες περιπτώσεις υπάρχουν ιδιαιτερότητες και μοναδικότητες, δυσχεραίνοντας την δημιουργία κάποιων εθιμικών - έστω - κανόνων, με γενικότερη ισχύ.
  5. Η μέση γραμμή (που επικαλούμαστε) δεν είναι πανάκεια, τροποποιείται πολλάκις από τα δικαιοδοτικά όργανα, προκειμένου να προκύψει "δίκαιη λύση".
  6. Συνήθης πρακτική δικαστικής οριοθετήσεως είναι αυτή των 1+3 σταδίων:
    • Προκαταρκτικό στάδιο: Καθορισμός των σχετιζομένων με την οριοθέτηση ακτών και της διαφιλονικουμένης θαλάσσιας περιοχής.
    • 1ο στάδιο: Χάραξη προσωρινού συνόρου, βάσει αντικειμενικών παραγόντων (μέση γραμμή).
    • 2ο στάδιο: Τροποποίηση αρχικού συνόρου, βάσει ειδικών περιστάσεων και ιδιαιτεροτήτων, ώστε να προκύψει "δίκαιο" αποτέλεσμα (προφανώς στο κριτήριο αυτό υπεισέρχεται ο υποκειμενικός παράγων).
    • 3ο στάδιο: Επαλήθευση του τελικού αποτελέσματος.
  7. Αξίζει να σημειωθεί η αναφερόμενη δικαστική πρακτική το τελικό αποτέλεσμα να προκύπτει ως συμβιβασμός μεταξύ των θέσεων των αντιδίκων. Στην δική μας περίπτωση, που η ελληνική θέση αξιώνει μέση γραμμή, με άκρα τις ανατολικές μας νήσους και η τουρκική δεν αναγνωρίζει καθόλου το δικαίωμα ΑΟΖ σε νησιά (ούτε καν στην Κρήτη!), μια πιθανή συμβιβαστική λύση θα ήταν η απόδοση περιορισμένης ΑΟΖ σε νησιά (π.χ. Καστελλόριζο), λαμβάνοντας υπ' όψιν και άλλους παράγοντες (π.χ. πληθυσμιακό, εδαφικό, κλπ).

Αλλά αν εμμείνουμε στην αποκλειστικώς νομική διάσταση των διαφορών μας με την Τουρκία, στρουθοκαμηλίζουμε. Οι νομικές παράμετροι είναι απλώς ένα εργαλείο και ως τέτοιο πρέπει να το εκλαμβάνουμε, όχι ως πανάκεια που θα μας λυτρώσει και θα καταστήσει περιττές άλλες εκφάνσεις ισχύος (π.χ. στρατιωτική). [3]

Ώστε, κρίνω σκόπιμη μια γενική αναδρομή στα ελληνοτουρκικά, για να καταστεί περισσότερο κατανοητός ο ρόλος των θαλασσίων ζωνών στην διαμάχη Ελλάδος-Τουρκίας.

Το έναυσμα της αναθερμάνσεως της ελληνοτουρκικής αντιπαραθέσεως στο Αιγαίο υπήρξε η ανακάλυψη του κοιτάσματος του Πρίνου, την δεκαετία του '70. Αμέσως μετά την πτώση Παπαδόπουλου και εκμεταλλευόμενη την πολιτική αναταραχή στην Ελλάδα, η Τουρκία αναθέτει στην κρατική της εταιρεία πετρελαίου, τον Νοέμβριο του 1973, έρευνες σε θαλάσσια οικόπεδα του Β. Αιγαίου (διεθνή ύδατα).

Τα γεγονότα της Κύπρου, το 1974, έθεσαν σε δεύτερη μοίρα το ζήτημα των πετρελαίων, το οποίο επανήλθε το 1976. Εν ολίγοις, η Τουρκία ισχυριζόταν ότι η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου έπρεπε να μοιραστεί με όριο τον 25ο μεσημβρινό ("διχοτόμος" του Αιγαίου), αγνοώντας πλήρως το σύμπλεγμα νήσων του Α. Αιγαίου, ενώ η Ελλάδα έθετε ως όριο την μέση γραμμή μεταξύ μικρασιατικών παραλίων και νήσων Α. Αιγαίου. Μετά την κρίση του τουρκικού ωκεανογραφικού "Χόρα", η Ελλάδα προσέφυγε μονομερώς στην Χάγη, για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος, αλλά το δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν έχει δυνατότητα να κρίνει την υπόθεση, αν δεν συμφωνήσουν στην δικαιοδοσία του και οι δύο αντίδικοι, τους οποίους προέτρεψε σε απ' ευθείας διάλογο.

Σε όλες τις απόπειρες διαλόγου που επακολούθησαν, καταλήγαμε σε κατ' αρχήν διαφωνία επί της θεματολογίας. Η Ελλάδα αποδεχόταν ως μοναδικό θέμα προς συζήτηση/διαπραγμάτευση τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδος, η Τουρκία απαιτούσε διάλογο εφ' όλης της ύλης (υφαλοκρηπίδα, Θράκη/μειονότητα, καθεστώς νήσων Αιγαίου, κλπ).

Το αδιέξοδο του διαλόγου η Τουρκία το εκμεταλλευόταν ώστε να έχει μικρά, αλλά σωρευτικά κέρδη, στην πράξη. Κατάφερε να της αναγνωριστούν "ζωτικά συμφέροντα" στο Αιγαίο, με την συμφωνία της Μαδρίτης (1997), ενώ με την απόφαση του Ελσίνκι (1999) η Ελλάδα φάνηκε να διολισθαίνει στην αποδοχή διαλόγου και δικαστικής διευθετήσεως όλων των θεμάτων που έθετε η Τουρκία.

Το πρόβλημα ήταν ότι σε όλα τα ζητήματα που ετίθεντο, η Τουρκία είχε μόνο να κερδίσει και η Ελλάδα μόνο να χάσει, καθώς ακολουθούσε το δόγμα "δεν διεκδικούμε τίποτε"! Ένα δεύτερο μειονέκτημα για εμάς ήταν ότι την πρωτοβουλία των κινήσεων την είχε η Τουρκία, που διεκδικούσε κάθε τόσο κάτι νέο, ενώ η Ελλάδα απλώς αμυνόταν των κεκτημένων της.

Η κατάσταση άλλαξε με την μετακύλιση της αντιπαραθέσεως στο πεδίο της ΑΟΖ, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και έπειτα. Εκεί, η Ελλάδα, εκμεταλλευόμενη το νομικό κενό και την ασάφεια στους κανόνες οριοθετήσεως, ανέλαβε πρωτοβουλία και προέβαλε διεκδικητική για πρώτη φορά έναντι της Τουρκίας, απαιτώντας την απόδοση της θαλασσίας εκτάσεως μεταξύ Ρόδου και Κύπρου σε αυτήν, με την Τουρκία να βρίσκεται σε αμυντική θέση, προκειμένου να αποφύγει τον πλήρη αποκλεισμό της από την Α. Μεσόγειο.

Παρέμενε, ωστόσο το πρόβλημα της ασυμφωνίας επί των προς διαπραγμάτευση ζητημάτων. Πάγια επιδίωξη της Ελλάδος ήταν ο διάλογος και η δικαστική διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών, μόνον, ενώ της Τουρκίας η συζήτηση όλων των διμερών διαφορών (που έθετε εκείνη). Είναι κρίσιμο να τονιστεί αυτό, ότι το πρόβλημα δεν είναι ο διάλογος καθ' εαυτόν (τον οποίον πολλοί δαιμονοποιούν, το τελευταίο διάστημα), αλλά το πλαίσιο του διαλόγου. Επί ποίων ζητημάτων, δηλαδή, και εάν θα υπάρχει πρόνοια στην διαδικασία για υποχρεωτική δικαστική συνδρομή. Εξ άλλου, ακόμη και μετά από πόλεμο, διάλογος έπεται για την παγίωση των αποτελεσμάτων του.

Η λυσσαλέα αντίδραση Τουρκίας και η συγκεκαλυμμένη της Γερμανίας στην ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία οφείλεται, κατά την γνώμη μου, στην εκτίμησή τους ότι ισχυροποιείται η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδος στον επικείμενο ελληνοτουρκικό διάλογο (ήταν να ξεκινήσει στις 24/8), με την διαμεσολάβηση της Γερμανίας. Η Τουρκία, προσπάθησε διά της πυγμής και του Oruc Reis να αντισταθμίσει το πλεονέκτημα αυτό της Ελλάδος.

Ο συσχετισμός ισχύος (ο πραγματικός και όχι ο προπαγανδιστικός) των δύο αντιπάλων είναι τέτοιος που κανείς δεν μπορεί να επιβάλει στον άλλον τετελεσμένες λύσεις διά των όπλων. Απλώς, μέσω των κρίσεων, της απειλής βίας και των διπλωματικών κινήσεων, κάθε αντίπαλος προσπαθεί να ορίσει το επιθυμητό πλαίσιο διαλόγου και να υποχρεώσει τον άλλον να συμμετάσχει σε αυτό, υπό τους επιβληθέντες όρους.

Υπό το πρίσμα αυτό, καθίσταται πρόδηλο ότι δεν θα ήταν η πλέον σώφρων κίνησή μας η ένοπλη αντίδραση στον πλου του Oruc, εφ' όσον αυτός πραγματοποιείται σε διεθνή ύδατα ακαθορίστου δικαιοδοσίας [2]. Η δυναμική αντίδραση δεν συνεπάγεται και νίκη. Όπως και η στρατιωτική νίκη δεν συνεπάγεται την οριστική διπλωματική νίκη (η Αίγυπτος ηττήθηκε από το Ισραήλ στον πόλεμο του 1973, αλλά στις διαπραγματεύσεις ήταν η κερδισμένη, η Ελλάδα 3 φορές απελευθέρωσε με τον στρατό της την Β. Ήπειρο, αλλά δεν κατόρθωσε να την ενσωματώσει). Η Ελλάδα επεκράτησε στο πεδίο των όπλων και το 1976 και το 1987, υποχρεώνοντας την Τουρκία σε αναδίπλωση, αλλά προέβη σε σημαντικές υποχωρήσεις στις συνομιλίες που ακολούθησαν. 

Οπότε, λιγότερο έως καθόλου με απασχολεί το Oruc, τα καλώδιά του και η παρακολούθηση του στίγματός του, προτιμώ να επικεντρωθούμε και να προετοιμασθούμε για την επικείμενη διαπραγματευτική διαδικασία. Παραπλανητική θεωρώ και την εστίαση στον υποθαλάσσιο πλούτο και την οικονομική διάσταση της ΑΟΖ, μόνον. Είναι πολύ αβέβαιο αν υπάρχουν κοιτάσματα και αν είναι εκμεταλλεύσιμα και προσοδοφόρα (ιδίως, μετά την πτώση των τιμών των ορυκτών καυσίμων, λόγω πανδημίας). Για την Τουρκία προέχει το να μην περικυκλωθεί από την Ελλάδα (αυτή ήταν η κύρια φοβία της και στο Κυπριακό) και κυρίως το να καταστεί ηγέτιδα δύναμη στην περιοχή, με λόγο σε όλα τα τεκταινόμενα και τα υπόλοιπα κράτη "δορυφόρους" της. Τα μεγαλύτερα τοπικά εμπόδια στα σχέδια της είναι το Ισραήλ και η Ελλάδα (με την Κύπρο).

Συνακολούθως, κρίνω ατελέσφορη την συζήτηση για το αν το Oruc κατάφερε να πραγματοποιήσει (αξιόπιστες) έρευνες ή όχι. Οι έρευνες ήταν απλώς το πρόσχημα, από πλευράς Τουρκίας, για να διεκδικήσει την περιοχή, προφανώς και δεν ενδιαφέρεται στην παρούσα φάση να έχει επιστημονικά στοιχεία για την ύπαρξη ή μη αξιοποιήσιμων υποθαλασσίων ενεργειακών κοιτασμάτων. Άρα ο αστείος ισχυρισμός ότι ελληνικό υποβρύχιο έκοψε τα καλώδια του Oruc (το ανέφερε μία άγνωστη ρωσική ιστοσελίδα) ή η προσπάθεια τεκμηριώσεως ότι δεν ελήφθησαν επαρκή και αξιόπιστα δεδομένα (άρθρο στην "Πτήση", με ανάλυση δορυφορικών εικόνων) δεν είναι δυνατόν να μας ικανοποιεί, αφού και με πλήρη τεχνική αδυναμία εξαγωγής επιστημονικών αποτελεσμάτων, η βασική επιδίωξη της Τουρκία για διεκδίκηση της περιοχής εξυπηρετείται.

Καταληκτικώς, η διεθνής συγκυρία φαίνεται ευνοϊκή για εμάς, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, ώστε η Τουρκία να συρθεί σε διάλογο υπό τους όρους μας, προκειμένου να εξέλθει από τα αδιέξοδά της και την απομόνωσή της. Και δεν θα θεωρούσα κακή μία λύση, που θα απέδιδε μεν στην Τουρκία την περιοχή νοτίως του Καστελλορίζου, αλλά θα κατοχύρωνε στην Ελλάδα το Αιγαίο. [4]

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Όρα προηγηθέν κείμενό μου, για την αντίκρουση του εν λόγω.

[2] Προσέξτε ότι στις επίσημες ανακοινώσεις δεν αναφέρουμε καν την λέξη ΑΟΖ, αφού αυτήν δεν υφίσταται άνευ διμερών συμφωνιών, αλλά μιλούμε για παραβίαση υφαλοκρηπίδος, τα όρια της οποίας, όμως, είναι επίσης ακαθόριστα, στην περίπτωσή μας.

[3] Στο ζήτημα της στρατιωτικής ισχύος σημειώνεται η απόλυτη διαφωνία μου με τον Βαληνάκη.  Απορρίπτει το παράδειγμα του Ισραήλ, ως ασύμβατο με την ελληνική κοινωνία και υπερθεματίζει για την διεκδικητική πολιτική μέσω της ΑΟΖ και της ήπιας ισχύος που προσδίδει στην Ελλάδα η συμμετοχή στην ΕΕ, χωρίς καταφυγή σε ένοπλες αντιδικίες. Δεν αντιλέγω στην προτεραιότητα της πολιτικής χαμηλής εντάσεως (εξ άλλου ο Σουν-Τζου είχε γράψει πως "η μεγαλύτερη ικανότητα ενός στρατηγού είναι να κερδίσει έναν πόλεμο χωρίς να δώσει ούτε μία μάχη"). Αλλά δεν πρέπει να απορρίπτουμε εκ προοιμίου εναλλακτικές προσεγγίσεις, έστω και ως εσχάτη λύση. Και μεταξύ των περιπτώσεων του στρατοκρατούμενου Ισραήλ και του αυτοαφοπλισμού υπάρχουν και ενδιάμεσα στάδια. Τέλος, εντελώς παραπειστική η άποψη στην Ελλάδα πως οι εξοπλισμοί έχουν δυσβάστακτο κόστος. Ισχύει όταν αγοράζεις τα πάντα από τους πάντες, χωρίς πρόγραμμα. Αν έχεις σχέδιο και εγχώριο βιομηχανικό κλάδο (όπως το Ισραήλ) η εξοπλιστική προσπάθεια μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στην οικονομία.

[4] Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν οι δυσχέρειες στο έργο του αγωγού EastMed. Παρότι ένα κράτος δεν μπορεί να αρνηθεί την διέλευση αγωγού από την ΑΟΖ του (το διευκρινίζει και ο Βαληνάκης στο βιβλίο του), αν ικανοποιούνται περιβαλλοντικές και λοιπές προϋποθέσεις, εν τούτοις, κανείς δεν θα ήθελε να βασιστεί σε ένα κράτος, όπως η Τουρκία, που είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει προσκόμματα, με κάθε δυνατή δικαιολογία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πρόσφατη δημοσίευση

Γιατί ζηλεύω το Ισραήλ;