ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Θουκυδίδης επίκαιρος

Σταχυολόγηση αποσπασμάτων διαχρονικής σοφίας από το έργο του σπουδαίου Αθηναίου.

2020-01-18

Πόλεμος και αποτροπή του

Εισαγωγικά

Τους τελευταίους πολλούς μήνες, παρατηρούμε μία συστηματική υπερπροβολή στα αθηναϊκά ΜΜΕ των πολεμικών δυνατοτήτων της Τουρκίας και μια προσπάθεια εκφοβισμού του ελληνικού κοινού για το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου, που όπως είχε επισημάνει σε άρθρο του [1] ο καθηγητής κ. Κουσκουβέλης, αγγίζει την παρανοϊκή, ημέτερη σύμπραξη στα σχέδια του αντιπάλου.

Δεν είμαι βέβαιος εάν αυτή η προσπάθεια οφείλεται σε άγνοια και αφέλεια του δημοσιογραφικού κόσμου, ή σε συντονισμένη δράση για προετοιμασία της κοινής γνώμης, εν όψει σοβαρών υποχωρήσεών μας έναντι της Τουρκίας (είτε με πρόσχημα την Χάγη, είτε με απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις).

Στο παρόν άρθρο, επικεντρώνομαι σε προσπάθεια ανασκευής των φοβικών εντυπώσεων που καλλιεργούνται στην Ελλάδα για την Τουρκία και στην εξέταση της πολεμικής προπαρασκευής (υλικής και ηθικής) ως μόνης πραγματικής οδού αποφυγής του πολέμου – όσο αντιφατικό και να ακούγεται αυτό – που δεν συνεπάγεται ατιμωτική υποχώρηση.

 

Εννοιολογική προσέγγιση πολέμου και ειρήνης

Ο Πλάτων στους «Νόμους» του, μας δίνει την έννοια της διαρκούς εχθρότητος των πόλεων, που υποκρύπτεται στην ειρήνη [2],[3]. Σε συνδυασμό με το περιβόητο απόφθεγμα του Clausewitz για την σχέση πολέμου και πολιτικής [4], θα τολμούσα να ισχυρισθώ ότι ο πόλεμος δεν είναι η αντιθετική κατάσταση της ειρήνης, αλλά η κορύφωση της καταστάσεως αντιπαλότητος. Η αντιπαλότητα μεταξύ δύο μερών μπορεί να είναι συνεχής σε πλείστα πεδία (οικονομικό, διπλωματικό, πολιτιστικό) και να εξελίσσεται σε ένοπλη αντιπαράθεση σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Συνεκδοχικώς, η απουσία ενόπλων συγκρούσεων δεν είναι ίδιον της ειρήνης, αλλά κάλλιστα απαντάται και σε περιπτώσεις διπόλων με έντονο ανταγωνισμό.

Αυτή την ενδιάμεση κατάσταση, που ισχύει και στο δίπολο Ελλάδος – Τουρκίας, είχε ευφυώς περιγράψει ο Α. Παπανδρέου ως «μη πόλεμος». Δεν έχουμε ούτε ειρήνη, ούτε πόλεμο, παρά μία ιδιότυπη κατάσταση συνεχούς ανταγωνισμού και αντιπαραθέσεων (χωρίς να απουσιάζουν, ωστόσο, οι ανθρώπινες απώλειες, εκατέρωθεν), που προσπαθούμε να μην εξελιχθεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο.

Σε αντίθεση με μια διαδεδομένη, εύληπτη παραδοχή ότι ο πόλεμος είναι ασυλλόγιστη πράξη, τελούμενη από θερμόαιμους ηγήτορες και βασιζόμενος στην συλλογιστική του Clausewitz, θα έθετα δύο προϋποθέσεις, ώστε μία κατάσταση αντιπαλότητος να καταλήξει σε πολεμική (ένοπλη) αντιπαράθεση:

(α) Η προσδοκώμενη ωφέλεια από την πολεμική σύρραξη να είναι μεγαλύτερη από το αναμενόμενο κόστος της.

(β) Η παραμονή σε κατάσταση ειρήνης, ή μη ένοπλης αντιπαραθέσεως να στοιχίζει περισσότερο από το εκτιμώμενο κόστος του πολέμου. Στον υπολογισμό του κόστους, πολλές φορές, υπεισέρχονται και μη μετρήσιμοι, ηθικοί παράγοντες, όπως έχει παρατηρήσει ο Ισοκράτης [5].

 

Το ελληνοτουρκικό δίπολο ανταγωνισμού

Οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις είναι κατά την άποψή μου ο λόγος που έχει αποτραπεί η ελληνοτουρκική πολεμική σύρραξη έως τώρα. Η ισορροπία δυνάμεων των δύο χωρών είναι τέτοια, που καμία χώρα δεν μπορεί να κατισχύσει της άλλης χωρίς να υποστεί σημαντικές ζημίες και η ίδια. Όσο και εάν η Τουρκία παρουσιάζεται πανίσχυρη, έχει πολλά τρωτά σημεία, τα οποία μία σοβαρή πολεμική μηχανή σαν την ελληνική μπορεί να πλήξει [6]. Εξ άλλου η Τουρκία έχει αποδείξει ότι συμπεριφέρεται επιφυλακτικώς και δεν εμπλέκεται σε πολεμικές περιπέτειες, εάν δεν έχει προδικάσει την θετική τους έκβαση.

Ούτε η απειλή της μίας χώρας προς την άλλη είναι τόσο ζωτική, που να μην αφήνει άλλα περιθώρια αντίδρασης, εκτός του πολέμου. Και οι συνέπειες ενός ελληνοτουρκικού πολέμου εκτείνονται πέραν του διπόλου, ώστε και τρίτες δυνάμεις να ενδιαφέρονται για την αποτροπή του.

Οπότε καταλήγουμε σε ένα κλασικό παίγνιο τύπου «chicken game», όπου όποιος απειλεί πειστικότερα με κλιμάκωση/πόλεμο, αποκομίζει οφέλη από την δειλία του αντιπάλου, σε συνδυασμό με την πίεση που θα ασκήσουν στο «αδύναμο» μέρος οι «μεγάλοι».

Την τακτική αυτήν, της απειλής κλιμακώσεως, εφήρμοσε επιτυχώς η Ελλάδα κατά τις κρίσεις του 1976 και 1987 (ασχέτως εάν ακολούθησαν μεταγενέστερες υποχωρήσεις στο διπλωματικό/πολιτικό πεδίο). Στην αντίπερα όχθη, άκρως επιτυχημένη, έως τώρα, είναι και η πολιτική του casus belli της Τουρκίας για τον εξαναγκασμό της Ελλάδος στην μη άσκηση του δικαιώματος επεκτάσεως των χωρικών της υδάτων.

Ωστόσο, με χρονικό ορόσημο την κρίση των Ιμίων, το 1996, η Ελλάδα υιοθέτησε μια πιο ήπια αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων στα πλαίσια μίας – δήθεν – εξομαλύνσεως των διμερών σχέσεων. Είναι χαρακτηριστικό της στροφής αυτής ότι δύο υπουργοί εξωτερικών της Ελλάδος (Πάγκαλος, Μπακογιάννη) έχουν προβεί σε επανειλημμένες δηλώσεις (και όταν ήταν εν ενεργεία και κατόπιν), με ποικίλες διατυπώσεις, ότι η Ελλάδα δεν σκοπεύει να καταφύγει στα όπλα για να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή [7],[8].

 

Εξελίξεις στην ελληνική στρατιωτική αποτροπή μετά τα Ίμια

Στο στρατιωτικό πεδίο, τα Ίμια ήταν το έναυσμα μίας – παράλληλης με την απόπειρα πολιτικής προσεγγίσεως  – προσπάθειας μετασχηματισμού των ενόπλων δυνάμεων της χώρας και του δόγματός τους. Ώστε, βαθμιαίως, πυρήνας του στρατεύματος καθίστανται επαγγελματίες οπλίτες, ενώ οι κληρωτοί περιθωριοποιούνται ως προς τον ρόλο τους και τα καθήκοντά τους, γεγονός που οδηγεί και σε αισθητή μείωση του μεγέθους του στρατεύματος. Παραλλήλως, παρατηρείται και μία διαφοροποίηση του δόγματος, με εισαγωγή εννοιών όπως «ισοδύναμο τετελεσμένο», ή στόχων όπως «ανακατάληψη νησίδος/βραχονησίδος», που υποδηλώνουν έμφαση στην αντιμετώπιση τοπικών κρίσεων, παρά στην ετοιμασία για μία γενικευμένη σύρραξη.

Να σημειωθεί ότι αντίστοιχη πορεία μετασχηματισμού και σμικρύνσεως των ενόπλων τους δυνάμεων ακολούθησαν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού συνασπισμού [9]. Με την διαφορά ότι αυτή η μεταβολή υπαγορεύθηκε από την εξάλειψη της σοβιετικής απειλής και την ανάγκη αντιμετωπίσεως νέων, ασυμμέτρων απειλών, ενώ η τουρκική απειλή για την Ελλάδα όχι μόνον παραμένει αμετάβλητη ποσοτικώς, αλλά και αναβαθμίζεται ποιοτικώς!

 

Αποτίμηση της ελληνικής υποχωρήσεως

Εκ του αποτελέσματος, η μονομερής υποχώρηση της Ελλάδος μετά το 1996 δεν φαίνεται να ευοδώθηκε. Η Τουρκία έχει καταφέρει να μεγεθύνει την λίστα με τις διεκδικήσεις της και να παγιώσει την ανάμειξή της στα ζητήματα του Αιγαίου.

Το επιχείρημα πως οι αμυντικές δαπάνες οδήγησαν στην οικονομική αφαίμαξη της Ελλάδος, στην προσπάθειά της να συμβαδίσει με τους οργιώδεις εξοπλιστικούς ρυθμούς της Τουρκίας, το θεωρώ αστείο, μετά από όσα συνέβησαν την τελευταία δεκαπενταετία, δεδομένης της εξοπλιστικής μας αδράνειας (αυτο-εμπάργκο). Δεν ήταν οι αμυντικές δαπάνες καθ’ εαυτάς η πληγή της Ελλάδος, που θα την εξανάγκαζε σε μία πολιτική αφοπλισμού και εκουσίου παραιτήσεως από τον γεωπολιτικό χώρο της ΝΑ Μεσογείου, προκειμένου να αποφευχθεί η οικονομική της κατάρρευση, αλλά η γενικότερη κακοδιαχείριση του δημοσίου χρήματος και η παντελής έλλειψη προγραμματισμού.

Αντιθέτως, η εξοπλιστική προσπάθεια μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει εφαλτήριο για την ανάπτυξη εγχωρίου σχετικού βιομηχανικού κλάδου, όπως επιχειρεί εσχάτως η Τουρκία και όπως έχει πράξει με επιτυχία το Ισραήλ, όπου ευδοκιμούν κορυφαίες παγκοσμίως πολεμικές βιομηχανίες, που συνεισφέρουν σε σημαντικό βαθμό στην οικονομία της χώρας τους [10].

Για το ατελέσφορον των προαναφερθεισών μεταβολών στην στάση της Ελλάδος έναντι της Τουρκίας, έχω να παρατηρήσω και τα εξής ειδικότερα ζητήματα.

(α) Η Ελλάδα έχει αποδεχθεί τον ρόλο του «αμυνομένου», παραχωρώντας στην Τουρκία την πρωτοβουλία κινήσεων. Αυτό δίδει βάσιμες ελπίδες στην Τουρκία να βγει ωφελημένη από μία αιφνιδιαστική επίθεση που θα προκαλέσει, σε τόπο, χρόνο και τρόπο επιλεγμένους από αυτήν. Την σημασία του πρώτου πλήγματος είχε αναλύσει εκτενώς ο αείμνηστος Κονδύλης, στην πραγματεία του για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις [11].

(β) Η επιθυμία περιορισμού μίας στρατιωτικής συγκρούσεως σε τοπικό επίπεδο (άτυπο δόγμα «πολέμου βραχονησίδων»), ώστε να μην εξελιχθεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο περιορίζει τις δυνατότητες αντιδράσεως της Ελλάδος, πολλώ δε μάλλον σε συνδυασμό με το (α). Το αδιέξοδο διεπιστώθη και στα Ίμια, όπου, αφ’ ενός επιθυμούσαμε την ανακατάληψη της δυτικής νησίδος, αφ’ ετέρου αυτό ζητήθηκε να γίνει κατά τρόπο που να μην προκαλέσει κλιμάκωση και φυσικά η επιχείρηση απέτυχε εν τη συλλήψει της.

(γ) Η Τουρκία έχει την επιλογή να εκμεταλλευθεί την απροθυμία της Ελλάδος να αντιδράσει εφαρμόζοντας την τακτική της «σαλαμοποιήσεως» των διεκδικήσεών της. Διεκδικώντας κάθε φορά κάτι έλασσον, που δεν θα παρεβίαζε τις «κόκκινες γραμμές» της Ελλάδος, ώστε να ενεργοποιηθούν τα αντανακλαστικά δυναμικής αντιδράσεώς της, με την προοπτική, σε βάθος χρόνου, το άθροισμα των ελασσόνων κερδών της να προκύπτει ίσο με αυτό που διεκδικούσε εξ αρχής.

(δ) Η αυτοσυγκράτηση της Ελλάδος στις τουρκικές προκλήσεις δημιουργεί συνθήκες εθισμού σε αυτές και αυξάνει τον κίνδυνο να υποστούμε αιφνιδιασμό.

(ε) Η παρότρυνση για  καθολική επιδιαιτησία, δικαστική (Χάγη) ή πολιτική (ΕΕ) είναι ασύμφορη και ουτοπική. Ασύμφορη διότι διακυβεύονται μόνο ελληνικά κεκτημένα (η Ελλάδα δεν έχει εγείρει αξιώσεις επί τουρκικών κτήσεων) και ουτοπική διότι η Τουρκία έχει αποδείξει ότι είναι κράτος που σέβεται το δίκαιον της ισχύος και όχι διεθνείς νομικούς κανόνες, ασύμβατους με τα συμφέροντά της (ποιός μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο πιθανή απόφαση κατά της Τουρκίας να έχει την τύχη της συνθήκης των Σεβρών;). Εξ άλλου, τι νόημα έχει να εξακολουθούμε να επιμένουμε σε μία πολιτική που είχε χαραχθεί πριν καν ανακύψει το δικαίωμα διπλασιασμού του εύρους των χωρικών μας υδάτων;

 

Εναλλακτική πρόταση στρατηγικής

Μια διέξοδος από την δυσχερή θέση, όπου έχει περιέλθει η Ελλάδα θα ήταν η επιλογή μίας στρατηγικής κλιμακώσεως κατά της Τουρκίας, σε περίπτωση που απειληθεί οποιοδήποτε ελληνικό συμφέρον ή κτήση, αντί του αυτοπεριορισμού στην αντιμετώπιση/εξουδετέρωση των τουρκικών κινήσεων. Ώστε να αφαιρεθεί από την Τουρκία το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και της πρωτοβουλίας.

Συνήγοροι στην άποψη αυτή μπορούν να θεωρηθούν τόσο ο Κονδύλης, που ισχυρίζεται πως η Ελλάδα δεν πρέπει να αφήσει την δυνατότητα επιλογής θεάτρου και τρόπου επιχειρήσεων στην Τουρκία, αλλά πρέπει να αντιδράσει σε πιθανή τουρκική πρόκληση, συγκεντρώνοντας της δικές της δυνάμεις σε προνομιακό γι’ αυτήν πεδίο δράσεως [11], όσο και ο Θουκυδίδης, που είχε πρώτος διατυπώσει το αξίωμα ότι δεν υπάρχουν μείζονα και ελάσσονα ζητήματα στις διεθνείς σχέσεις, αλλά όλα είναι αλληλένδετα [12].

Μία τέτοια στρατηγική, όμως, με κεντρική διακήρυξη την απειλή κλιμακώσεως ενέχει και το ενδεχόμενο να οδηγηθούμε στα πρόθυρα γενικευμένου πολέμου ή αναλήψεως προληπτικών επιθετικών δράσεων από την Ελλάδα [13]. Προϋπόθεση επιτυχίας μίας τέτοιας στρατηγικής, συνεπώς, είναι η απειλή να προβάλει αρκούντως πειστική, ειδάλλως, ελλοχεύει ο κίνδυνος να οδηγήσει σε ευτελισμό του κράτους που την έχει διακηρύξει και πλήρη κατάρρευση των σχεδιασμών του.

 

Θεμέλια επιτυχούς αποτροπής

Ένα βασικό κριτήριο που καθιστά μια απειλή πολέμου πειστική είναι ο βαθμός πολεμικής ετοιμότητος μίας χώρας. Η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι η πολεμική ετοιμότητα τεκμαίρεται και διατυμπανίζεται από το πλήθος και την ποιότητα των όπλων που κατέχει. Γι’ αυτό και προκαλούνται κατά καιρούς συζητήσεις στον δημόσιο διάλογο για προμήθειες νέων οπλικών συστημάτων.

Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική και πιο πολύπλοκη. Η αγορά ενός οπλοσυστήματος δεν συνεπάγεται αυτομάτως και την αξιοποίησή του στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Πέραν αυτής, απαιτείται χρονοβόρα και κοστοβόρα διαδικασία εκπαιδεύσεως του προσωπικού και αναπτύξεως τακτικών, εντεταγμένων σε συγκεκριμένο δόγμα. Η εκπαίδευση και το δόγμα είναι δύο παράμετροι που συνιστούν ειδοποιό διαφορά στο δίπολο ισχύος Ελλάδος-Τουρκίας, καθώς οι δύο χώρες χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό κοινά (ή κοινής φιλοσοφίας) συστήματα. Συν τοις άλλοις παραβλέπεται η σημαντικότατη παράμετρος των διαθεσιμοτήτων (τόσο σε προσωπικό όσο και σε ανταλλακτικά) [14]. Δεν έχει σημασία, δηλαδή, πόσα μαχητικά αεροσκάφη έχει αγοράσει μία χώρα, αλλά πόσα έχει λειτουργικά σε δεδομένη στιγμή και για πόσο χρονικό βάθος επιχειρήσεων μπορεί να τα υποστηρίξει.

Πέραν, όμως, του βαθμού πολεμικής ετοιμότητος μίας χώρας, σε μέσα και προσωπικό, η κρισιμότερη παράμετρος για να κεφαλαιοποιηθεί η ετοιμότητα αυτή σε αποτρεπτική ισχύ είναι η βούληση (πολιτική και κοινωνική) για χρήση ένοπλης βίας, εάν παραστεί ανάγκη [13],[15]. Και η βούληση δεν αγοράζεται, αλλά καλλιεργείται. Στην ελληνική κοινή γνώμη, ωστόσο, διάχυτη είναι η αντίληψη ότι ο πόλεμος είναι ένα απίθανο ενδεχόμενο για εμάς, ή πως άλλοι θα διακινδυνεύσουν για τα «δίκαιά» μας (ίσως στην εμπέδωση αυτών των αντιλήψεων να συνέβαλε και η επίπλαστη ευμάρεια των τελευταίων δεκαετιών), παρότι τα περί του αντιθέτου μηνύματα – έμμεσα και άμεσα – από συμμάχους είναι σαφή [16].

 

Προτεινόμενα μέτρα

Για να καταστήσουμε στους εχθρούς πρόδηλη την ετοιμότητά μας και την αποφασιστικότητά μας για πόλεμο, προκειμένου να υπερασπισθούμε τα δικαιώματά μας, πρέπει πρωτίστως να την αποδεχθούμε οι ίδιοι. Επομένως, πριν φθάσουμε να συζητούμε για το επόμενο μαχητικό της ΠΑ, ή το ποια πρέπει να είναι η νέα φρεγάτα του ΠΝ, επιβάλλεται να ασχοληθούμε με θεμελιώδη ζητήματα νοοτροπίας στις ένοπλες δυνάμεις (ΕΔ) της χώρας, αλλά και την κοινωνία, εν γένει, που να μην καθιστούν τις όποιες επενδύσεις σε ακριβά οπλικά συστήματα κενές νοήματος και σκοπού.

Δύο βασικά μέτρα προς την κατεύθυνση αυτήν, είναι:

(α) Να σταματήσουν να χρησιμοποιούνται οι ΕΔ δια «πάσαν νόσον» του λοιπού κρατικού μηχανισμού και να επικεντρωθούν στην προετοιμασία για πόλεμο. Κάθε φορά που ζητείται από τις ΕΔ να συνδράμουν το έργο πολιτικών υπηρεσιών σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, ιατρικών αεροδιακομιδών, κλπ, σπαταλούνται ανθρώπινοι και υλικοί πόροι για αντικείμενο άσχετο με την κύρια αποστολή τους. Κάθε τέτοια συνδρομή, όσο και εάν ηχεί θετική, απομειώνει (σε μικρό ή μεγάλο βαθμό) την μαχητική ικανότητα των ΕΔ και καλλιεργεί μία ψευδαίσθηση διαφορετικής αποστολής από την πραγματική. Πολύ περισσότερο απαράδεκτη είναι η χρήση των ΕΔ ως… ΜΚΟ, τα τελευταία χρόνια, για το ζήτημα των λαθρομεταναστών [17].

(β) Να αποσυνδεθεί η δομή και διάταξη μονάδων των ΕΔ από τα οικονομικά (μικρο)συμφέροντα τοπικών κοινωνιών [18]. Το ίδιο, βεβαίως, επιβάλλεται να γίνει και για τα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά αυτό εμπίπτει σε άλλη συζήτηση.

Όσον αφορά το μέτρο της θητείας, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς η καθολικότητά του επιδρά στην συλλογική συνείδηση της κοινωνίας. Χωρίς να παραβλέπεται η ανάγκη για επαγγελματίες στρατιωτικούς, που θα αποκτούν εξειδίκευση και θα συσσωρεύουν εμπειρία σε χρήση απαιτητικών οπλοσυστημάτων, εκτιμώ πως δεν είναι λυσιτελές να απεμπλακούμε από το μοντέλο του στρατού κληρωτών, προς όφελος ενός επαγγελματικού σχήματος, για πολλούς λόγους:

(α) Έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν πολυπληθέστερο αντίπαλο, οπότε (πρέπει να) μας ενδιαφέρει η δυνατότητα να αντιπαρατάξουμε ικανούς αριθμούς.

(β) Μικρότερη οικονομική επιβάρυνση.

(γ) Η ανάγκη διατηρήσεως χαμηλού μέσου όρου ηλικίας του στρατεύματος.

(δ) Αντίκτυπος στο ηθικό της κοινωνίας, καθώς η υπεράσπιση της πατρίδος θα θεωρείται συλλογικό καθήκον. Ας αναλογιστούμε και τις επιπτώσεις στην άμυνα της Α. Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την παρακμή του θεσμού των ακριτών.

(ε) Δεν υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη για μαζική συμμετοχή των ελληνικών ΕΔ σε επιθετικές αποστολές εκτός του ελληνικού χώρου, για τις οποίες οι κληρωτοί είναι – κατά κανόνα – απρόθυμοι.

(στ) Δεν είναι δόκιμη η σύγκριση των ελληνικών ΕΔ με δυνάμεις δυτικοευρωπαϊκών χωρών που έχουν επαγγελματοποιηθεί, καθώς είναι διαφορετική η φύση των απειλών που αντιμετωπίζουμε. Απ’ εναντίας, εντύπωση προκάλεσε η προ διετίας απόφαση της Σουηδίας, να επαναφέρει σταδιακώς τον θεσμό της υποχρεωτικής θητείας [19].

Βεβαίως, η θητεία, όπως εφαρμόζεται σήμερα, απέχει παρασάγγας από τις προδιαγραφές ενός αξιομάχου στρατού (χώρες, όπως το Ισραήλ και η Ελβετία έχουν εξαιρετικό επίπεδο ΕΔ, παρότι βασίζονται σε κληρωτούς/εφέδρους). Είναι επιβεβλημένο να αναβαθμισθεί (ποσοτικώς και ποιοτικώς), ώστε η δύναμη των κληρωτών να καταστεί αξιόμαχη. Προς τον σκοπό αυτόν, θα πρότεινα τα εξής:

(α) Η διάρκεια της θητείας να οριστεί με βάση την επιθυμητή παρατακτέα δύναμη και το επιθυμητό ποσοστό επανδρώσεως τον μονάδων, όχι βάσει των απαιτήσεων κομματικών νεολαιών και περιθωριακών οργανώσεων.

(β) Εξορθολογισμό των υφισταμένων υπηρεσιών (π.χ. η χρήση κλειστού τηλεοπτικού κυκλώματος επιτηρήσεως εξαλείφει την ανάγκη για στατικές σκοπιές) και εξασφάλιση ικανού αριθμού κληρωτών ανά μονάδα, για να εκτελείται ομαλώς το εκπαιδευτικό έργο.

 (γ) Μετριασμό της χορηγήσεως αναβολών. Να ισχύει γενικός κανόνας για στράτευση στα 18 και οι αναβολές να χορηγούνται με κριτήρια, μόνο για σπουδές σε ειδικότητες τις οποίες έχουν ανάγκη οι ΕΔ (π.χ. μηχανικοί, γιατροί) και σε περιορισμένο αριθμό, κατόπιν αξιολογήσεως (εν είδει υποτροφιών).

(δ) Διαρκής και ουσιαστική εκπαίδευση των κληρωτών σε χρήσιμα αντικείμενα και όχι σε παρελάσεις ή αγγαρείες. Τις τελευταίες θα μπορούσαν να τις αναλάβουν εξωτερικά συνεργεία (π.χ. καθαριότητα).

(ε) Διατήρηση αξιόμαχης εφεδρείας. Η επαφή με την στρατιωτική εκπαίδευση να μην περατώνεται με την απόλυση, αλλά να διατηρείται συνεχής τριβή με το αντικείμενο, με επαναλαμβανόμενες σε τακτά διαστήματα κλήσεις. Η αξιόμαχη εφεδρεία δεν έχει συνεισφορά μόνο σε περίπτωση πολέμου, αλλά μπορεί να έχει συμβολή σε αντιμετώπιση εκτάκτων καιρικών φαινομένων και φυσικών καταστροφών, συνδράμοντας τον κρατικό μηχανισμό. Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, με την αθρόα συγκέντρωση μεγάλου αριθμού λαθρομεταναστών (με πολλούς εξ αυτών φιλικώς προσκειμένους στην Τουρκία, λόγω θρησκείας), η ευάριθμη και αξιόμαχη εφεδρεία κρίνεται απαραίτητη για την κάλυψη του κενού ασφαλείας στα μετόπισθεν, σε μία περίοδο κρίσεως.

(στ) Η άρνηση στρατεύσεως, άμεση ή έμμεση (π.χ. «τρελόχαρτο») να συνεπάγεται σοβαρές κυρώσεις [20]. Αν και η ενδεχόμενη εφαρμογή αυτού του μέτρου φοβούμαι ότι θα έπληττε το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού μας κόσμου!

Η επικέντρωση σε ζητήματα νοοτροπίας, όπως τα προαναφερθέντα, έχει το πλεονέκτημα του μηδαμινού οικονομικού κόστους και της αμεσότερης αντανακλάσεώς τους στην δυνατότητα προβολής ισχύος. Καλλιεργούν κλίμα και εντύπωση σε εσωτερικό και εξωτερικό ότι η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να υπερασπισθεί τα συμφέροντά της αφ’ εαυτής, χωρίς να εκλιπαρεί για βοήθεια τρίτους. Ίσως να υπάρξει «πολιτικό κόστος» για κάποιους, αλλά η περιφρόνησή του είναι αυτή που διακρίνει τους ηγέτες από τους πολιτικάντηδες. Βεβαίως, αγορές νέων οπλικών συστημάτων και επενδύσεις σε ερευνητικά προγράμματα δεν πρέπει να παραμεληθούν επ’ ουδενί, αλλά αυτές οι κινήσεις αποδίδουν σε μακρύτερο χρονικό ορίζοντα.

 

Επίλογος

Δυστυχώς δεν συνορεύουμε με τις σκανδιναβικές χώρες, αλλά βρισκόμαστε σε μία επικίνδυνη και ασταθή περιοχή του πλανήτη. Η κατάσταση αυτή δεν αίρεται ούτε με ψευδαισθήσεις, ούτε με παραχωρήσεις [21]. Μοναδική οδός επιβιώσεως είναι το ρωμαϊκό δόγμα «si vis pacem para bellum». Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, επ’ ουδενί δεν προτιμώ τον πόλεμο από την ειρήνη. Προτιμώ όμως να επιβάλω την ειρήνη ως μεγαλόψυχος ισχυρός, παρά να την επικαλούμαι ως αδύναμος επαίτης-παρίας! Και η οικονομική κρίση δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα αδυναμίας, καθώς η ελληνική ιστορία βρίθει παραδειγμάτων, κατά τα οποία η υπεροπλία και η αριθμητική υπεροχή δεν εξασφάλισαν την νίκη, έναντι των συνειδητοποιημένων και αποφασισμένων.

 

Παραπομπές – Σχόλια

[1] Ηλίας Κουσκουβέλης, «Ο δωρεάν υβριδικός πόλεμος κατά της Ελλάδας», Huffington Post (ελληνική ψηφιακή έκδοση), 05/11/2018

[2]  «... πόλεμος ἀεὶ πᾶσιν διὰ βίου συνεχής ἐστι πρὸς ἁπάσας τὰς πόλεις· ...»

[3] «… ἣν γὰρ καλοῦσιν οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων εἰρήνην, τοῦτ᾽ εἶναι μόνον ὄνομα, τῷ δ᾽ ἔργῳ πάσαις πρὸς πάσας τὰς πόλεις ἀεὶ πόλεμον ἀκήρυκτον κατὰ φύσιν εἶναι. …»

[4] «… ο πόλεμος δεν είναι μόνον πολιτική πράξη, αλλά γνήσιο πολιτικό όργανο, μία συνέχιση των πολιτικών σχέσεων, μία πραγματοποίηση τους με άλλα μέσα· διότι η πολιτική πρόθεση είναι ο σκοπός, ενώ ο πόλεμος είναι το μέσον και το μέσον δεν δύναται να θεωρηθεί ανεξάρτητο του σκοπού.»

Carl von Clausewitz, «Περί του πολέμου»

[5] «…ἀλλ’ ὥσπερ τῶν ἀνδρῶν τοῖς καλοῖς κἀγαθοῖς αἱρετώτερόν ἐστιν καλῶς ἀποθανεῖν ἢ ζῆν αἰσχρῶς, οὕτω καὶ τῶν πόλεων ταῖς ὑπερεχούσαις λυσιτελεῖν ἐξ ἀνθρώπων ἀφανισθῆναι μᾶλλον ἢ δούλαις ὀφθῆναι γενομέναις. …»

Είναι αξιομνημόνευτο ότι το χαρακτηριστικό της υψηλής ιεραρχήσεως της αξιοπρέπειας ο Ισοκράτης δεν το αποδίδει συλλήβδην σε όλες τις πόλεις-κράτη, αλλά μόνο στις «υπερέχουσες». Άραγε η έκλειψη τέτοιων αντιλήψεων στην σύγχρονη Ελλάδα να είναι άλλο ένα δηλωτικό της παρακμής της;

[6] Επί παραδείγματι, οι πλούσιες περιοχές της Τουρκίας, είναι αυτές στα μικρασιατικά παράλια και την Α. Θράκη, που η γειτνίασή τους με την Ελλάδα τις καθιστά ευπρόσβλητες.

Καταστροφή βασικών υποδομών εκεί, θα επέφερε μεγάλο πλήγμα στην τουρκική οικονομία.

[7] Ενδεικτική δήλωση Θ. Παγκάλου στο CNN, μετά την κρίση των Ιμίων:

«Αυτά τα νησιά είναι μικρά. Η γενική απορία συνίσταται στο κατά πόσο είναι λογικό να πολεμά κάποιος για πολύ μικρά και ασήμαντα νησιά.»
Μνημονεύεται στο βιβλίο του Χρ. Λυμπέρη, «Πορεία σε ταραγμένες θάλασσες», εκδόσεις «Ποιότητα», 1999, σελ. 582-583.

[8] Ενδεικτική δήλωση Θ. Μπακογιάννη στην εκπομπή «Αντιθέσεις» του Action24, στις 09/12/2019.

[9] Μάλιστα, από την συνθήκη CFE (Conventional Forces in Europe), του 1990, που έθεσε το αρχικό πλαίσιο για τον περιορισμό των συμβατικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, ωφελήθηκαν σημαντικά Ελλάδα και Τουρκία, καθώς απορρόφησαν μέρος του πλεονάζοντος εξοπλισμού που απέσυραν άλλες δυνάμεις.

Το πλήρες κείμενο της συνθήκης είναι προσβάσιμο στον ιστότοπο

[10] Τρεις πολεμικές βιομηχανίες του Ισραήλ (Elbit, ΙΑΙ, Rafael) κατατάσσονται μεταξύ των 50 πολεμικών βιομηχανιών παγκοσμίως με τον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών.

Στην σχετική λίστα έχουν κάνει την εμφάνισή τους και τουρκικές βιομηχανίες!
Το ενδιαφέρον με το Ισραήλ είναι ότι η πολεμική του βιομηχανία δεν ασχολήθηκε με τετριμμένα προϊόντα, αλλά επένδυσε στην έρευνα και τις νέες τεχνολογίες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα γενικότερο ευνοϊκό κλίμα για καινοτόμα προϊόντα και να είναι από τις χώρες με τις περισσότερες εισηγμένες εταιρείες στο χρηματιστήριο Nasdaq, με εξαίρεση τις ΗΠΑ!

[11] Παναγιώτης Κονδύλης, «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου», επίμετρο στην «Θεωρία του Πολέμου», εκδόσεις Θεμέλιο, 1999.

[12] «… ὑμῶν δὲ μηδεὶς νομίσῃ περὶ βραχέος ἂν πολεμεῖν, εἰ τὸ Μεγαρέων ψήφισμα μὴ καθέλοιμεν … εἰ ξυγχωρήσετε, καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε ὡς φόβῳ καὶ τοῦτο ὑπακούσαντες …»

[13] Για την αξία του επιθετικού πνεύματος, ως παράγοντος αποτροπής, είναι χαρακτηριστική η σκέψη του Βοιωτάρχη Παγώνδα, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.

«... τοσούτῳ ἐπικινδυνοτέραν ἑτέρων τὴν παροίκησιν τῶνδε ἔχομεν. εἰώθασί τε οἱ ἰσχύος που θράσει τοῖς πέλας, ὥσπερ Ἀθηναῖοι νῦν, ἐπιόντες τὸν μὲν ἡσυχάζοντα καὶ ἐν τῇ ἑαυτοῦ μόνον ἀμυνόμενον ἀδεέστερον ἐπιστρατεύειν, τὸν δὲ ἔξω ὅρων προαπαντῶντα καί, ἢν καιρὸς ᾖ, πολέμου ἄρχοντα ἧσσον ἑτοίμως κατέχειν. ...»

 [14] Για την κρισιμότητα των διαθεσιμοτήτων υλικού παραπέμπω σε δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Άρθρο για την υποστήριξη σε υλικά μέσα των τουρκικών δυνάμεων, κατά την εισβολή στην Κύπρο, το 1974, από Λιβύη και Πακιστάν.
Μαρτυρία του υποπτεράρχου ε.α. Εδμόνδου Λάιτμερ για την στροφή της ΠΑ σε μη αμερικανικά όπλα, ώστε να μην εξαρτάται μονομερώς από τις ΗΠΑ στην υποστήριξη του αεροπορικού πολεμικού υλικού.
Για την αξία της διαθεσιμότητος προσωπικού, αξίζει να δοθεί προσοχή στις προγραφές αξιωματικών της τουρκικής αεροπορίας από τον Ερντογάν, που οδήγησαν την Τουρκία να αιτηθεί αποστολή πιλότων από το Πακιστάν, προκειμένου να μην διαταραχθεί το αεροπορικό έργο της.

[15] Το 1974 η Ελλάδα είχε μεγάλο τεχνολογικό προβάδισμα, έναντι της Τουρκίας, στα οπλικά συστήματα (π.χ. αεροσκάφη F-4E Phantom, υποβρύχια Type-209/1100, πυραυλάκατοι Combattante-II με αντιπλοϊκά βλήματα MM38 Exocet). Αυτό ουδόλως απέτρεψε την Τουρκία από την εισβολή στην Κύπρο, δεδομένης της ακυβερνησίας στην Ελλάδα και της ατολμίας να αναλάβει κάποιος την ευθύνη ενεργοποιήσεως των όπλων αυτών.

Ειδικότερα για την ετοιμότητα των Phantom, τον Ιούλιο του 1974, παραπέμπω στο βιβλίο του αντιπτεράρχου ε.α. Παναγιώτη Μπαλέ, «Παρακαταθήκες Αετών», εκδόσεις «Ινφογνώμων», 2012.

[16] Ενδεικτική η διατύπωση (σε διπλωματική γλώσσα!) του πρεσβευτή του Ισραήλ στην Αθήνα, Γιόσι Αμράνι, στην «Καθημερινή», στις 21/10/2019: «Σύμφωνα με την ισραηλινή εμπειρία, δεν πρέπει να αναθέτεις σε κανέναν άλλο τα εθνικά συμφέροντα ή την εθνική άμυνά σου. Και το αναφέρω αυτό ως ένα μήνυμα σε εσάς και στους καλούς Κύπριους φίλους μας ότι πρέπει να επενδύσετε στην εθνική ασφάλειά σας, να αναπτύξετε τις δικές σας εθνικές δυνάμεις και να καθιερώσετε τις συμμαχίες σας.»

[17] Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η πρόσφατη διάθεση αρματαγωγών του ΠΝ, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως χώροι προσωρινής φιλοξενίας λαθρομεταναστών.

Είναι αξιοπρόσεκτο, επίσης, ότι στελέχη των ΕΔ που αρνήθηκαν να προσφέρουν υπηρεσίες σε «hot spots» παρεπέμφθησαν σε στρατοδικείο!

[18] Η περίπτωση των πεζοναυτών και των παλινωδιών για την απόφαση μεταφοράς της έδρας τους είναι ενδεικτική του νοσηρού κλίματος.

[19] Για την επαναφορά της υποχρεωτικής θητείας (και μάλιστα από «κεντροαριστερή» κυβέρνηση) έγινε επίκληση στην αυξανόμενη απειλή από την Ρωσία.

[20] Είναι εντυπωσιακές οι κυρώσεις που προβλέπει η νομοθεσία της Κίνας για τους αρνητές στρατεύσεως.

[21] Από τις πλέον ηττοπαθείς, προσβλητικές και απαράδεκτες τοποθετήσεις πολιτικών της Ελλάδος η δήλωση Γ. Α. Παπανδρέου για «μερικά στρέμματα γης λιγότερα», το 1999, στο Τορόντο!

   

[Το άρθρο αποτελεί τροποποιημένη εκδοχή (με συμπλήρωση/διόρθωση παραπομπών) εκείνου που εδημοσιεύθη στον ενημερωτικό ιστότοπο ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ, στις 12/01/2020.]

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: