2017-12-10

Για την επίσκεψη Ερντογάν

Στην πολιτική με ενδιαφέρουν πρωτίστως τα έργα, όχι τα λόγια (για να θυμηθούμε και την ρήση του γέρου Καραμανλή). Τα δε λόγια μπορεί να είναι εντελώς κενά περιεχομένου, στα πλαίσια επικοινωνιακής προβολής, είτε προανάκρουσμα έργων, είτε συνοδευτικά έργων. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις έχουν κάποια σημασία, στην πρώτη απολύτως καμία. 

Η μικρή εισαγωγή για να καταδείξω τον διαφορετικό αντίκτυπο των λόγων του Ερντογάν και των δικών μας. Άλλη βαρύτητα έχει να μιλά - επισήμως πλέον - για αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάνης ο επί κεφαλής του κράτους που συστηματικά αναθεωρεί εν τη πράξει την συνθήκη από την υπογραφή της και έπειτα και άλλη βαρύτητα να μιλούν για κυριαρχικά δικαιώματα οι εκπρόσωποι του κράτους που υπεδέχθη ασμένως την απώλεια εθνικού εδάφους το 1996 (Ίμια) και δεν αποτολμά την επέκταση των χωρικών του υδάτων ούτε στο Ιόνιο! Ο μεν πρώτος λόγος συνάδει με πολιτικές πράξεις/απόπειρες και πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν, οι δε άλλοι είναι φθηνοί πανηγυρικοί εσωτερικής καταναλώσεως. 

Να θυμίσω και δύο πρόσφατα σχετικά παραδείγματα, από την εγχώριο πολιτική σκηνή. Επέχαιρε ο ελλαδικός όχλος για το ανέξοδο λογύδριο του Στεφανόπουλου μπροστά στον Κλίντον το 1997, αλλά δυσανασχετούσε για την ήπια διατύπωση Καραμανλή (ανηψιού) το 2004 υπέρ του σχεδίου Αννάν, ασχέτως αν ο πρώτος εξεφώνησε απλώς μια ανούσια έκθεση ιδεών, ενώ ο δεύτερος υπηρέτησε στο παρασκήνιο την απόρριψη του σχεδίου. 

Κάτι αντίστοιχο είδαμε με τον Ερντογάν. Αυτός έθετε άνευ περιστροφών ζητήματα πολιτικής και διεκδικήσεων επί τάπητος και οι δικοί μας εκφωνούσαν «πατριωτικούς» (δήθεν) λόγους προς τέρψιν του εγχωρίου ακροατηρίου. Για να μην αναφερθώ στην ηλιθιότητα του Παυλόπουλου να μιλήσει για ερμηνεία συνθηκών, ως να ήθελε να συμβουλεύσει τον Ερντογάν πώς να διατυπώνει καλύτερα τις διεκδικήσεις του, προκειμένου να γίνουν αποδεκτές άνευ σοβαρών ενστάσεων! 

Όσο για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών, που συμφωνήθηκε, να θυμίσω ότι όταν ξεκίνησαν, το 2002, ήταν συνέχεια και απόρροια της ανερμάτιστης πολιτικής ΓΑΠ, με την οποία επισημοποιήθηκαν για πρώτη φορά συνοριακές (στον πληθυντικό) διαφορές με την Τουρκία, αντί για το μοναδικό ζήτημα της υφαλοκρηπίδος, που ανεγνώριζε η Ελλάδα έως τότε. 

Και μόνο ότι η αναθεώρηση της Λωζάνης ετέθη επισήμως στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, ασχέτως εάν απερρίφθη και επεκρίθη το αίτημα πανταχόθεν, σηματοδοτεί ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση της ατζέντας διαφορών εκ μέρους της Τουρκίας, το οποίο μόνο προς το συμφέρον μας δεν είναι.

Τα δε πανηγύρια για τα υποτιθέμενα «φιλελληνικά» σχόλια ΗΠΑ και ΕΕ είναι μόνο για αφελείς. Και οι δύο αυτοί ξένοι παράγοντες (όπως και άλλοι, π.χ. Βουλγαρία) έχουν τα δικά τους θέματα με τον Ερντογάν και προσπαθούν να δυσχεράνουν την θέση του, όποτε τους δίνεται ευκαιρία, δεν στοιχήθηκαν μαζί μας, εξ αιτίας διπλωματικών πρωτοβουλιών μας. Αλλά μην ακούω για πρωτοφανή υπεράσπιση των ελληνικών θέσεων από την ΕΕ, όταν ανέχεται το καθεστώς της μη αναγνωρίσεως από την Τουρκία ενός κράτους-μέλους της (Κύπρος) και δεν τολμά να ψελλίσει το παραμικρό προς αυτήν την κατεύθυνση.

Το αντεπιχείρημα ότι εξωθήσαμε τον Ερντογάν σε προκλητικές δηλώσεις προκειμένου να αποσπάσουμε την διεθνή στήριξη, μου θυμίζει την γελοία θέση πως η αυτοσυγκράτησή μας, κατά την εκτέλεση Σολωμού, στην Κύπρο, εξέθεσε την Τουρκία στην διεθνή κοινή γνώμη! Παραβλέποντας πως Ισραήλ και Τουρκία μπορεί να είναι «πρωταθλητές» στην συλλογή καταδικαστικών ψηφισμάτων του ΟΗΕ, αλλά είναι νικητές και πρωταγωνιστές στην περιφερειακή γεωπολιτική σκηνή, όχι ηττημένοι και παρίες. 

Το μόνο υποστηρικτικό της παρούσης κυβερνήσεως είναι ότι απλώς εξέφρασε (με κάκιστο τρόπο βεβαίως, όπως συνηθίζει σε κάθε έκφανση της πολιτικής της) πάγιες αντιλήψεις του ελλαδικού πολιτικού κατεστημένου για την αντιμετώπιση της Τουρκίας, δεν πρωτοτύπησε. 

Όσο δεν εννοούμε να γίνουμε ένα δεύτερο Ισραήλ και επιμένουμε στις νομικές και δικαιικές επικλήσεις έναντι της ωμής ισχύος, εκλιπαρώντας για υψηλή προστασία σαν εκδιδόμενη γυναίκα (φαίνεται πως η επαιτεία είναι στην σύγχρονη φύση μας και δεν περιορίζεται μόνο στο οικονομικό πεδίο), είμαστε καταδικασμένοι να θεωρούμε «εθνικές επιτυχίες» κάποιες ελάχιστες (ή και συγκυριακές) πομπώδεις λεκτικές αντιπαραθέσεις. 

Η ουσία είναι ότι η Ελλάδα έχει παύσει να διεκδικεί από το 1974 και έπειτα, στον όνομα ενός δήθεν εξευρωπαϊσμού. Δεν τολμά να ορθώσει ανάστημα όχι μόνο στην Τουρκία (με την επίκληση, ή ακόμη και εσωτερική καλλιέργεια, του βολικού επιχειρήματος της αδυναμίας) αλλά ούτε σε ανυπόληπτα κράτη όπως η Αλβανία και τα Σκόπια. Μια ακόμη απόδειξη της κατάστασης «failed state», στην οποία έχουμε περιέλθει. 

 

ΥΓ1: Ανέλυσα τον αντίκτυπο της επισκέψεως και όχι την σκοπιμότητά της, η οποία δεν υφίστατο (τουλάχιστον για εμάς). Η επίσκεψη απεδείχθη απλώς εθιμοτυπική/τουριστική, κατά την οποία συμφωνήσαμε ότι διαφωνούμε, χωρίς να προκύψει κάποια ουσιώδης πρωτοβουλία/συμφωνία. 

ΥΓ2: Η επιβλητική παρουσία της ΜΙΤ, αντίστοιχη των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, ήταν μια παράλληλη δράση προβολής ισχύος της Τουρκίας και οπωσδήποτε σημειολογική νίκη. 

ΥΓ3: Μπορεί ο Ερντογάν να μην είχε την επιθυμητή γι' αυτόν υποδοχή στην Θράκη, αλλά είναι αδιανόητο για ένα σοβαρό κράτος να επιτρέπει στον αντίπαλό του να αλωνίζει τόσο προκλητικά εντός της επικρατείας του. 

ΥΓ4: Ερωτηματικό παραμένει η στάση Παπαχελά και αν υπήρξε προσυνεννόηση ώστε να αναδειχθεί το θέμα της Λωζάνης. Είχε όντως σκοπό ο Ερντογάν να θίξει θέμα Λωζάνης, ή παρεσύρθη από την συνέντευξη;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πρόσφατη δημοσίευση

Γιατί ζηλεύω το Ισραήλ;