Εδώ και καιρό, διαβλέποντας το παρακμιακό αδιέξοδο στο οποίο περιερχόταν σταδιακώς η χώρα μας, ήθελα να καταγράψω κάποιες σκέψεις μου επί των πολιτικών πραγμάτων. Εν τέλει, το έναυσμα μού δόθηκε από την εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μαΐου 2012 και το αδιέξοδο που προέκυψε εξ αυτής.
Α. Βασικές επισημάνσεις για την σοβούσα κρίση- Δεν θεωρώ την «κρίση» οικονομική, αλλά συνολική κρίση θεσμών, που μάλιστα υπέβοσκε για δεκαετίες. Ωστόσο δεν γινόταν αντιληπτή ευρέως, μέχρι και την πρόσφατη εμφάνιση της οικονομικής της συνιστώσας, διότι η επίπλαστη οικονομική ευμάρεια δεν μας «επέτρεπε» να συνειδητοποιήσουμε τα αναρίθμητα κακώς κείμενα στην πολιτική και κοινωνική μας συγκρότηση.
- Θεωρώ νοσηρό το φαινόμενο της μετακύλησης ευθυνών σε ευρωπαϊκούς εταιρικούς θεσμούς ή οίκους οικονομικών αξιολογήσεων, διότι την ευθύνη του «οίκου» μας την έχουμε εμείς. Ακόμη και να δεχθούμε πως αποτελέσαμε στόχο διεθνών χρηματοπιστωτικών παιγνίων, η ευθύνη είναι δική μας επειδή δεν ήμασταν επαρκώς θωρακισμένοι έναντι τέτοιων επιθέσεων, κοινώς ήμασταν ο «αδύναμος κρίκος» της αλυσίδας.
- Την κρίση καλό θα ήταν να την αντιμετωπίσουμε όχι με μεμψιμοιρία, αλλά ως μία ιστορική ευκαιρία να διορθωθούν χρόνια νοσηρά φαινόμενα του δημοσίου μας βίου.
Β. Το διακύβευμα
Ως προς το «δια ταύτα», ήτοι τις στρατηγικές και τις τακτικές που χρειάζονται προκειμένου να αναστρέψουμε την πτωτική πορεία μας, έχω την αίσθηση πως προτρέχουμε. Διότι όλες οι συζητήσεις επί τέτοιας βάσεως προϋποθέτουν την ύπαρξη ικανής ηγεσίας να διαχειριστεί κατάλληλες πολιτικές. Όμως το ουσιώδες και πρωτεύον πρόβλημα της Ελλάδος είναι ότι οι ηγετικοί της θώκοι καταλαμβάνονται από ανθυπομετριότητες (δανείζομαι τον χαρακτηρισμό από τον Παναγιώτη Κονδύλη). Επομένως όσο καλές προτάσεις και να εμφανισθούν στον δημόσιο διάλογο, δεν υπάρχει αξιόπιστος παράγων να τις υλοποιήσει.
Συνεπώς, το πρώτιστο μέλημα πρέπει να είναι ο επανακαθορισμός του πολιτικού μας τοπίου, προκειμένου να συντρέχουν προϋποθέσεις για την ανάρρηση σε δημόσια αξιώματα ικανών και ανιδιοτελών πολιτών και όχι ανεπάγγελτων γόνων, αφισοκολλητών, κρατικοδίαιτων κομματανθρώπων και συνδικαλιστών, οι οποίοι από το 1974 και έπειτα λυμαίνονται συστηματικώς και αδιαλείπτως την πατρίδα μας.
Γ. Το ισχύον καθεστώς και οι παθογένειές του
Το παρόν πολιτικό καθεστώς καίτοι αρέσκεται διά επιφανών εκπροσώπων του (μεγαλοδημοσιογράφων, πολιτικών, πανεπιστημιακών) να αυτοαποκαλείται «δημοκρατία» είναι ένα έκτρωμα. Δεν γνωρίζω άλλο πολιτειακό σύστημα ανά τον κόσμο (εξαιρώ τις τριτοκοσμικές χώρες) στο οποίο να μην ισχύει η θεμελιώδης για την πολιτειακή συγκρότηση αριστοτελική αρχή της διακρίσεως των εξουσιών ("ἔστι δὴ τρία μόρια τῶν πολιτειῶν πασῶν... τὸ βουλευόμενον περὶ τῶν κοινῶν... τὸ περὶ τὰς ἀρχάς... τὸ δικάζον", Πολιτικά, Βιβλίο Δ΄, 1297β-1298α). Έχουμε την αρνητική πρωτοτυπία εκτελεστική και νομοθετική εξουσία να ταυτίζονται και να ελέγχονται από ένα και μόνον πρόσωπο, τον πρωθυπουργό. Συν τοις άλλοις παρατηρείται και μια άλλη παρά φύσιν ταύτιση, αυτή του κυβερνώντος κόμματος και του κράτους. Με αυτήν την ταύτιση είναι εφικτή η επέκταση των εξουσιών του πρωθυπουργού και στις υπόλοιπες εκφάνσεις του δημοσίου βίου, καθώς άπαντες σχεδόν οι υψηλόβαθμοι κρατικοί αξιωματούχοι προέρχονται από κομματικές στελεχιακές δεξαμενές. Βάσει των προλεχθέντων, ίσως ο ορθότερος χαρακτηρισμός του πολιτεύματός μας θα ήταν «πρωθυπουργευομένη κομματοκρατία».
Το περιγραφέν σύστημα θα μπορούσε να είναι εν μέρει αποτελεσματικό, υπό την αίρεση τα πολιτικά κόμματα να ήταν υγιείς μηχανισμοί. Δυστυχώς, αυτό που ισχύει είναι πως τα κόμματα είναι φατρίες που συστήνονται επί τη βάσει εξυπηρετήσεων ιδιοτελών σκοπών και νομής της εξουσίας. Συνακολούθως, τα στελέχη τους διαπνέονται περισσότερο από νοοτροπία επικράτησης έναντι των αντιπάλων κομμάτων, παρά από διάθεση προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο.
Ένα οδυνηρό σύμπτωμα της επικρατούσας κομματικής νοοτροπίας είναι και ο εκφυλισμός του πολιτικού λόγου σε ένα υβριδικό τερατούργημα αοριστολογιών, πομφολύγων και συνθημάτων, ενίοτε και ύβρεων. Τα επιχειρήματα σπανίζουν ενώ η κρίση οποιασδήποτε απόψεως γίνεται βάσει της «ετικέτας» που της αποδίδεται. Είναι θλιβερό οι δημοσία εκφερόμενες απόψεις να μην κρίνονται ως προς την ορθότητα ή την αποτελεσματικότητά τους, αλλά από το εάν είναι «δεξιές» ή «αριστερές».
Στην περίπτωση της Ελλάδος είναι εντονότερο και ένα άλλο σύμπτωμα του συγχρόνου «δημοκρατικού» πολιτεύματος (η ορθή ονομασία κατά την γνώμη μου είναι κοινοβουλευτισμός ή αντιπροσωπευτισμός και όχι δημοκρατία, καθώς το κύριο γνώρισμα αυτών των πολιτευμάτων είναι το «εκλέγειν» και όχι το «συναποφασίζειν»), που εμφανίζεται ακόμη και στα ευρύθμως λειτουργούντα πολιτεύματα αυτού του τύπου και δεν είναι άλλο από την απουσία θεσμικού πλαισίου για τη εκπροσώπηση του συνόλου των πολιτών. Θυμίζω τα λόγια ενός μεγάλου ηγέτη, του Κων/νου Παλαιολόγου, ο οποίος στην απάντηση του προς τον Μωάμεθ Β΄ δηλώνει ότι «Το δε την πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εστί, ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη…», δηλαδή υπάρχουν ζητήματα ζωτικής σημασίας για μια πολιτεία, για τα οποία κανείς εκπρόσωπος δεν είναι αρμόδιος να αποφασίσει εκ μέρους του συνόλου και να το δεσμεύσει επί μακρόν. Στην Ελλάδα μάλιστα γίναμε μάρτυρες ενός ονείδους, όταν στην περίπτωση των ταυτοτήτων (2000-2001), πλέον των τριών εκατομμυρίων πολίτες αιτήθηκαν ενυπογράφως την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αλλά η «προοδευτική» και «δημοκρατική» ηγεσία απέρριψε μετά βδελυγμίας και συκοφαντιών ακόμη και το δικαίωμα των πολιτών σε αυτήν την ενέργεια.
Δ. Μία αντιπρόταση
Η παρούσα κρίση και το πολιτικό αδιέξοδο που προέκυψε εξ αυτής μας προσφέρουν την δυνατότητα να επανεξετάσουμε αντιλήψεις και πρακτικές που θεωρούσαμε δεδομένες. Είναι ιστορική ευκαιρία να προχωρήσουμε όχι σε συνταγματική αναθεώρηση (εξ άλλου όσες έχουν γίνει έως τώρα ενετάσσοντο στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης κομματικών σκοπιμοτήτων), αλλά σε ένα νέο σύνταγμα που θα ορίζει μία όντως ευνομούμενη πολιτεία.
Ως βασικούς πυλώνες επί των οποίων θα στηριζόταν το νέο πολίτευμα, θα πρότεινα τους εξής:
- Διάκριση των εξουσιών. Η εκτελεστική και νομοθετική εξουσίες θα προκύπτουν από δύο διαφορετικές εκλογικές διαδικασίες, ανά τακτά χρονικά διαστήματα (αυτή η φαρσοκωμωδία με τις «πρόωρες εκλογές» πρέπει κάποτε να τερματισθεί). Η δικαστική θα είναι αυτοδιοίκητη με εσωτερική επιλογή της ιεραρχίας της (ίσως το ίδιο να έπρεπε να ισχύσει και στις ένοπλες δυνάμεις).
- Αποκομματικοποίηση του πολιτικού συστήματος με την υιοθέτηση ενός προσωποκεντρικού μοντέλου αντιπροσώπευσης.
- Χρήση απλής αναλογικής σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, χωρίς όρια ποσοστώσεων για εκπροσώπηση.
- Θεσμοθέτηση του δημοψηφίσματος, το οποίο θα δύναται να πραγματοποιηθεί είτε κατ’ απαίτηση πλειοψηφίας (σχετικής ή απόλυτης) βουλευτών, είτε κατ’ απαίτηση ικανού αριθμού πολιτών (επί παραδείγματι 10% επί του συνόλου).
- Κατάργηση της ανισονομίας που ισχύει υπέρ των πολιτικών με σοφίσματα όπως η «βουλευτική ασυλία» και ο «νόμος περί (μη) ευθύνης υπουργών». Ειδικότερα τα «πολιτικά εγκλήματα» πρέπει να είναι απαράγραπτα εσαεί.
- Δυνατότητα ανάκλησης λαϊκής εντολής. Είναι αστείο να μπορούμε να αλλάξουμε πάραυτα έναν δικηγόρο, έναν γιατρό ή έναν μηχανικό, εάν διαπιστώσουμε ότι δεν είναι ικανοί να διεκπεραιώσουν τα καθήκοντα που τους ανετέθησαν, ενώ στην περίπτωση των κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων να είμαστε υποχρεωμένοι να υποστούμε την ανικανότητά τους μέχρι τις επόμενες εκλογές και τα λάθη τους ή οι παραλείψεις τους να έχουν αντίκτυπο σε πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
- Ποινικοποίηση της αθέτησης προεκλογικών υποσχέσεων, ώστε να λειτουργεί αποτρεπτικώς στην διατύπωση μεγαλόπνοων ανεφάρμοστων προτάσεων (τύπου «λεφτά υπάρχουν» ή «έξω από ΕΟΚ και ΝΑΤΟ»).
- Όχι ανεξέλεγκτη χορήγηση του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε άτομα με αποδεδειγμένα διανοητικά και ψυχολογικά προβλήματα (π.χ. ικανότητα Ι5 στον Στρατό), σε φυγοστράτους και σε όσους έχουν βαρύνει το ποινικό τους μητρώο με κακουργήματα. Δυνατότητα κατάθεσης υποψηφιότητας μόνο σε όσους έχουν αποδεδειγμένα εργαστεί για ικανό χρονικό διάστημα. Αύξηση του ηλικιακού ορίου δικαιώματος ψήφου, διότι – δυσυχώς – ελάχιστοι νέοι κάτω των 20-21 ετών έχουν παραστάσεις και κρίση για να συμμετάσχουν ενσυνειδήτως σε μία τόσο κρίσιμη διαδικασία, όπως είναι οι εκλογές.
- Αυστηρός δημόσιος έλεγχος από δικαστικές ή ανεξάρτητες κρατικές αρχές των ΜΜΕ και της «πέμπτης εξουσίας», δηλαδή των εταιρειών δημοσκοπήσεων. Προτιμώ την λογοκρισία από την ασυδοσία και την διαπλοκή.
Ειδικότερα για τις προτάσεις που σχετίζονται με τις εκλογές θα ήθελα να κάνω εκτενέστερη αναφορά:
- Η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη κυβέρνησης θα διεξάγεται σε έναν ή δύο γύρους (στο δεύτερο θα συμμετέχουν οι δύο πρώτοι του αρχικού γύρου), ώστε να εκλείπει η πιθανότητα ακυβερνησίας. Η επιλογή θα γίνεται μεταξύ συνδυασμών προσωπικοτήτων που θα διεκδικούν το πρωθυπουργικό και τα υπουργικά αξιώματα (εκ των προτέρων γνωστοί).
- Η εκλογή αντιπροσώπων για το κοινοβούλιο θα γίνεται ανά διοικητική περιφέρεια (τον παλαιό νομό). Η επιλογή θα γίνεται πάλι μεταξύ προσωπικοτήτων από ενιαία λίστα. Η ανάκληση της λαϊκής εντολής σε βουλευτή θα είναι δυνατή με συγκέντρωση ικανού αριθμού ενυπογράφων αιτημάτων.
- Το ίδιο το κράτος θα είναι υπεύθυνο για την προεκλογική προβολή όλων των υποψηφίων σε ισότιμη βάση και όχι βάσει της πρόσφατης εκλογικής τους απήχησης. Για την παρεμπόδιση ανάπτυξης σχέσεων εξάρτησης πολιτικών και οικονομικών παραγόντων θα απαγορεύεται επιπρόσθετη της παρεχόμενης από το κράτος προβολή, με ίδια έξοδα.
Τα καίρια πλεονεκτήματα εφαρμογής ενός πολιτεύματος που θα διέπεται από κανόνες σαν τους ανωτέρω θα ήταν:
- Η σταθερή διακυβέρνηση, ανεξάρτητη από «ψήφο εμπιστοσύνης» και χρονικώς προκαθορισμένη.
- Η απαγκίστρωση από την μέγγενη του κομματικού – πελατειακού κράτους και η δυνατότητα επιλογής ικανών και αξιόλογων προσωπικοτήτων, αφού καμία υποψηφιότητα δεν θα φιλτράρεται από κομματικό μηχανισμό.
- Η πραγματική και όχι τύποις συμμετοχή του συνόλου των πολιτών σε κρίσιμα θέματα διά του δημοψηφίσματος και του ελέγχου της αντιπροσωπεύσεώς τους.
- Η μη αναγκαιότητα οικονομικής αιμορραγίας του κρατικού προϋπολογισμού προς όφελος των κομμάτων, αφού αυτά δεν θα έχουν θεσμικό ρόλο.
Ε. Μέσα δράσεως – Επίλογος
Μία πολιτειακή μεταβολή σαν και αυτήν που ευαγγελίζομαι, μπορεί να προκύψει με τρεις εναλλακτικούς τρόπους:
- Με στρατιωτική επέμβαση.
- Μετά από εκτεταμένη κοινωνική αναταραχή.
- Με μετασχηματισμό εκ των έσω του υπάρχοντος καθεστώτος.
Ο πρώτος τρόπος αποκλείεται εκ των πραγμάτων, διότι – ευτυχώς ή δυστυχώς – ο Στρατός, ο οποίος παρενέβαινε πολλάκις και καταλυτικώς στις πολιτικές εξελίξεις, ήδη από τα πρώτα έτη μετά την Παλιγγενεσία, ως αυτόνομος πόλος του συστήματος, μετετράπη από το 1974 και έπειτα σε υποχείριο των κομματικών εξουσιαστικών μηχανισμών.
Επομένως εάν δεν θέλουμε να βιώσουμε μία επώδυνη κατάσταση κοινωνικής αναταραχής, η οποία είναι ολοένα και πιθανότερη, όσο δεν διαφαίνεται κάποια ουσιαστική μεταβολή στην παρούσα τελματώδη κατάσταση, επιβάλλεται το υπάρχον πολιτικό σύστημα να συνειδητοποιήσει την ανικανότητά του και να αυτοδιαλυθεί, προκειμένου να αναδυθούν στο πολιτικό προσκήνιο οι υγιείς δυνάμεις του τόπου, οι οποίες είναι από ετών εξοβελισμένες.
Ωστόσο, είμαι πεπεισμένος πως είναι τέτοιο το επίπεδο ανικανότητας και φαυλότητας του πολιτικού μας προσωπικού, που αδυνατούν να διαπιστώσουν ακόμη και το πασιφανές, ότι η εξακολούθηση της παραμονής τους (τόσο των ιδίων ως προσώπων, όσο και των κομμάτων – μηχανισμών τους) στα δημόσια πράγματα είναι τουλάχιστον ατελέσφορη. Εναπόκειται σε εμάς τους πολίτες λοιπόν να τους το καταστήσουμε σαφές.
Το αποτέλεσμα των προσφάτων εκλογών ήταν ένα πρώτο αισιόδοξο, αλλά και ημιτελές μήνυμα. Αισιόδοξο διότι εξέφρασε μία έντονη δυσαρέσκεια και αποδοκιμασία προς τους δύο (πρώην) μείζονες κομματικούς σχηματισμούς και ημιτελές διότι την εξέφρασε μόνο προς αυτούς. Δυστυχώς υπάρχει σημαντικό μέρος του λαού που ελπίζει πως σχηματισμοί που δεν διαχειρίστηκαν την εξουσία έως τώρα είναι αμέτοχοι ευθυνών για το σημερινό κατάντημα και έχουν την δύναμη να δώσουν μία προοπτική. Αγνοούν, επιδεικτικώς, πως η «αριστερά» δεν κυβέρνησε μεν, αλλά υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτικού συστήματος και διαμορφωτής των κυρίαρχων (και στανικώς επιβληθέντων) ιδεολογιών – ιδεοληψιών που οδήγησαν σε εκρηκτικών διαστάσεων προβλήματα, όπως η ανεξέλεγκτη εισβολή και εγκατάσταση λαθρομεταναστών, η διάλυση του κρατικού μηχανισμού, η καταστροφή του παραγωγικού και βιομηχανικού ιστού της χώρας. Συν τοις άλλοις κανείς πολιτικός σχηματισμός δεν προέκυψε εκ παρθενογενέσεως, αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων από ανασύνθεση «χρησιμοποιηθέντων υλικών».
Το μόνο που μένει επομένως είναι η απαξίωση του παρόντος πολιτικού τοπίου μέσω της αποχής ή της λευκής ψήφου. Βεβαίως, οι «εκλογομάγειρες» έχουν φροντίσει αυτές οι πολιτικές στάσεις να αγνοούνται, αλλά εάν ο πολιτικός κόσμος κάνει το σφάλμα να περιφρονήσει ένα τέτοιο μήνυμα, θεωρώντας ότι δεν επηρεάζει τα «κεκτημένα» του, τότε εικάζω πως λίαν συντόμως θα βρεθούμε αντιμέτωποι με την απευκταία κατάσταση της κοινωνικής έκρηξης. Και τα πρώτα θύματα αυτής της έκρηξης θα είναι οι ίδιοι οι πολιτικοί!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.